- σουμαδάκιας
- ο1) любитель оршада; 2) перен. бесхарактерный человек, тряпка σούμ(μ)α3η сумма, итог;
κάνω τη σούμ(μ)α3 — подводить итог, подытоживать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάνω τη σούμ(μ)α3 — подводить итог, подытоживать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σουμαδάκιας — ο, Ν 1. αυτός που πίνει πολλές σουμάδες 2. μτφ. άνθρωπος χωρίς ισχυρή θέληση, αδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουμάδα «αναψυκτικό ποτό» + κατάλ. άκιας (πρβλ. ματ άκιας)] … Dictionary of Greek